τρανσμεθυλάση

τρανσμεθυλάση
η, Ν
συν. στον πληθ. οι τρανσμεθυλάσες
(βιοχ.) κατηγορία ενζύμων που καταλύουν τις τρανσμεθυλιώσεις, αλλ. μεθυλοτρανσφεράσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”